χαρτοπαίζω

χαρτοπαίζω
Ν
παίζω χαρτιά, παίζω παιχνίδια με τραπουλόχαρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαρτοπαίζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρτοπαίζω — χαρτόπαιξα, παίζω χαρτιά, είμαι χαρτοπαίχτης: Χαρτοπαίζει κάθε βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτοπαικτώ — έω, Ν χαρτοπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα Ιήτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”